- εστέρες
- ο( хим. сложные эфиры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
ακυλοξυκροτωνικοί εστέρες — Οργανικές ενώσεις του γενικού τύπου CH3C(Ο COR)=CH CO2C2H5. Παρασκευάζονται με επίδραση ακυλοχλωριδίων σε ακετοξικό εστέρα παρουσία άνυδρου πυριδίτη. Είναι υγρά άχρωμα, με ασθενή οσμή. Με επίδραση αλκαλίων σχηματίζουν ακετοξικό εστέρα με… … Dictionary of Greek
γλυκερίδια — Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο , δι και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή… … Dictionary of Greek
δεψίδια — Εστέρες των υδροξυ αρωματικών οξέων που σχηματίζονται, αν συμπυκνωθεί η καρβοξυλική ομάδα ενός μορίου με τη φαινολική ομάδα ενός άλλου μορίου (το μόριο αυτό μπορεί να είναι και του ίδιου οξέος). Τα δ. πήραν την ονομασία τους από τον Γερμανό… … Dictionary of Greek
ακυλουρεθάνες — Εστέρες των ουρεθανών με οργανικά οξέα, του γενικού τύπου RO CO NH COR’. Παρασκευάζονται από τις νατριούχες ενώσεις των ουρεθανών με επίδραση εστέρων ή από την ένωση ισοκυανικού ακετυλίου CH3 CON=C=0 με αλκοόλες. Σπουδαιότερο μέλος είναι η… … Dictionary of Greek
διαιθυλεστέρες — Εστέρες οργανικών και ανόργανων πολυδύναμων οξέων, όπου δύο όξινα υδροξύλια έχουν αποκατασταθεί από αιθύλιο (C2H5 ). Είναι ενώσεις με διάφορες χρήσεις στην αρωματοποιία, στην οργανική σύνθεση κ.α. ανθρακικός (CH3CH2)2CO3. Εστέρας του ανθρακικού… … Dictionary of Greek
αμυλεστέρες — Ονομασία εστέρων των αμυλικών αλκοολών, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι ο οξικός α. και ο ισαμυλεστέρας.Είναι οι εστέρες του οξικού οξέος και των αντίστοιχων αμυλικών αλκοολών. Ο πρώτος έχει σημείο βρασμού 149,2°C και πυκνότητα 0,875gr/cm3… … Dictionary of Greek
κηροί — Μεγάλη ομάδα φυσικών ουσιών που αποτελείται από εστέρες ανώτερων λιπαρών οξέων με μονοσθενείς αλκοόλες μεγάλου μοριακού βάρους, των οποίων οι αλυσίδες είναι ευθείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, πρόκειται για μείγματα, τα οποία –εκτός… … Dictionary of Greek
γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… … Dictionary of Greek
κυανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυάνιο 2. φρ. χημ. α) «κυανικό οξύ», χημική ένωση ισομερής προς το ισοκυανικό οξύ και το βροντώδες ή κροτικό οξύ β) «κυανικά άλατα» τα άλατα τού κυανικού οξέος («κυανικό κάλιο») γ) «κυανικοί εστέρες» οι… … Dictionary of Greek
λακτόνες — Οργανικές ενώσεις που προκύπτουν από υδροξυοξέα, έπειτα από ένωση της καρβοξυλικής ομάδας με το αλκοολικό υδροξύλιο του ίδιου μορίου. Οι δύο ομάδες ενώνονται όπως στους εστέρες με απομάκρυνση ενός μορίου νερού, και γι’ αυτό οι λ. ονομάζονται… … Dictionary of Greek